- τρικλίνου
- τρίκλινονwith three couchesneut gen sgτρικλί̱νου , τρίκλινοςwith three couchesmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καβάλλιον — και καβάλλειον, τὸ (Α) [καβάλλης] 1. καβάλλης* 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ πρώτη τοῡ τρικλίνου κλίνη, διὰ τὸ ἀνάκλιντρον» … Dictionary of Greek
Ινάχου, δήμος — Νέος δήμος (6.169 κάτ.) του νομού Αιτωλοακαρνανίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αγριδίου, Αλευράδας, Αμοργιανών, Βρουβιανών, Γιαννοπούλων, Εμπεσού, Μαλεσιάδας, Μπαμπαλιού, Πατιοπούλου,… … Dictionary of Greek
Σώσος — Έλληνας καλλιτέχνης μωσαϊκών του 2ου αι. π.Χ., που εργάστηκε στην Πέργαμο. Δημιουργός της περίφημης παράστασης του «Ασάρωτου οίκου» με ζωηρή πολυχρωμία, και ενός άλλου λαμπρού μωσαϊκού που παρουσιάζει δυο περιστέρια να πίνουν από μεταλλικό αγγείο … Dictionary of Greek
Τσερβέτερι — (Cerveteri). Νεότερο όνομα της αρχαίας ετρουσκικής πόλης που το λατινικό της όνομα ήταν Caere (Κέρε)· βρισκόταν σε απόσταση 45 χλμ. από τη Ρώμη, στις ακτές του Τυρρηνικού πελάγους, 6 χλμ. από τη θάλασσα, με επίνεια το Πίργκι και το Άλσιουμ. Ήταν… … Dictionary of Greek